- μασθλήτινος
- μασθλ-ήτῐνος, η, ον,A like leather or red as leather,
καρὶς μασθλητίνη Cratin.283
, Eup. 107.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρὶς μασθλητίνη Cratin.283
, Eup. 107.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μασθλήτινος — μασθλήτινος, ίνη, ον (Α) [μάσθλης] αυτός που μοιάζει με δέρμα ως προς το χρώμα … Dictionary of Greek
μασθλητίνης — μασθλήτινος like leather fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασθλητίνας — μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem acc pl μασθλητίνᾱς , μασθλήτινος like leather fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)